μήλο

μήλο
Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των δέντρων της υποοικογένειας των μηλοειδών ή πομοειδών: οι χαρακτηριστικότεροι και περισσότερο αξιόλογοι από αυτούς είναι ίσως το μήλο και το αχλάδι. Στην πραγματικότητα ο αληθινός καρπός είναι το πιο εσωτερικό τμήμα του, αυτό που συνήθως ονομάζεται καρδιά και περιβάλλεται από το σκληρό, σχεδόν μεμβρανώδες - χόνδρινο ενδοκάρπιο, που δημιουργεί τους χώρους όπου βρίσκονται κλεισμένοι οι σπόροι. Μετά τη γονιμοποίηση, οι ιστοί του περιανθίου αυξάνονται και γίνονται σαρκώδεις, σχηματίζοντας έτσι τη σάρκα του καρπού, που περιβάλλει την καρδιά του. Το μήλο και τα διάφορα μέρη του σε οριζόντια και κάθετη τομή: 1 - ενδοκάρπιο? 2 - εξωκάρπιο και μεσοκάρπιο? 3 - καρδιά του καρπού? 4 - αγωγοί δέσμες του περιάνθιου? 5 - ιστοί του περιάνθιου που παχύνθηκαν. Μια από τις πιο διαδεδομένες ποικιλίες μήλων στον κόσμο είναι η ρενέτ του Καναδά, που καλλιεργείται σε ορεινές ζώνες πάνω από 400 μ. Ώριμοι καρποί μηλιάς.
* * *
το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον)
1. ο καρπός τής μηλιάς
2. συν. στον πληθ. τα μήλα
τα κυρτότερα και πιο εξογκωμένα μέρη τών παρειών
νεοελλ.
1. φρ. α) «το μήλο τής Έριδος» — η αιτία τής διχόνοιας, διεκδικούμενο πρόσωπο ή πράγμα
β) «το μήλο τού Αδάμ» — λαϊκή ονομασία τού θυρεοειδούς χόνδρου τού λάρυγγα, ο οποίος στους άνδρες προβάλλει συχνά στη μέση τής πρόσθιας επιφάνειας τού λαιμού, κν. καρύδι
γ) «μήλο τού παραδείσου» — κοινή ονομασία τού φυτού μούσα η κοινή
2. παροιμ. «το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει» — λέγεται για τις περιπτώσεις τών τέκνων τα οποία κληρονομούν τον χαρακτήρα τών γονέων
νεοελλ.-μσν.
καθετί το εκλεκτό και όμορφο
μσν.-αρχ.
1. κάθε αντικείμενο σφαιρικού σχήματος («τὰ σὰ δάκρυα μᾱλα ῥέοντι», Θεόκρ.)
2. στον πληθ. οι μαστοί νέας κοπέλας
αρχ.
1. είδος κολοκυθιάς
2. το σποριάγγειο τού ρόδου
3. οι αμυγδαλές
4. κύπελλο με σχήμα μήλου
5. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. «τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς οἰδήματα»
6. φρ. α) «μῆλον Ἀρμενιακόν» — το βερίκοκο
β) «μῆλον Ἠπειρωτικόν» — το ροδόμηλο
γ) «μῆλον Κυδώνιον» — το κυδώνι
δ) «μῆλον Περσικόν» — το ροδάκινο
ε) «μῆλον Μηδικόν» ή «μῆλον κίτριον» — το πορτοκάλι ή το λεμόνι
στ) «μῆλον ἄγριον» — το αγριόμηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. μεσογειακής προελεύσεως, άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή mālum, mēlum.
ΠΑΡ. μήλειος (I), μηλιά, μήλινος, μηλίτης (Ι)
αρχ.
μηλίσκον, μηλίτις, μηλώδης, μηλών
αρχ.-μσν.
μηλίς (Ι)
μσν.
μηλάρι, μηλίτσι(ν).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μηλοφόρος
αρχ.
μηλοβαφής, μηλόσπορος, μηλούχος, μηλάπιον, μηλοδροπήες, μηλοδωράκινον, μηλοειδής, μηλοκίτριον, μηλοκυδώνιον, μηλομαχία, μηλόμελι, μηλοπάρειος, μηλοπέπων, μηλοπλακούς, μηλοφύλαξ (Ι), μήλοψ αρχ.-μσν. μηλάγριον, μηλοκοπικός
μσν.
μηλοπράτης, μηλόμασθος, μηλόχρους
μσν.- νεοελλ.
μηλοφάγος (Ι)
νεοελλ.
μηλοβόλος, μηλόκρασο, μηλοκύδωνο, μηλομάγουλο, μηλόπιτα. (Β' συνθετικό) κιτρόμηλο(ν), χαμαίμηλο(ν), χρυσόμηλο(ν)
αρχ.
αγριοκοκκύμηλον, αμφίμηλον, αρίμηλον, γλυκύμηλον, κεδρόμηλον, κοκκύμηλον, κροκόμηλον, λασίμηλον, λιτρόμηλον, μελίμηλον, μονόμηλον, ροδόμηλον, υδρόμηλον, υδροχαμαίμηλον
νεοελλ.
γεώμηλο, κορόμηλο, λωτόμηλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μήλο — το 1. ο καρπός της μηλιάς. 2. (συνήθ. στον πληθ.), οι προεξοχές των παρειών, τα μάγουλα: Είχε κόκκινα μήλα και γαλάζια μάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αδάμ, μήλο του– — Ο θυρεοειδής χόνδρος του λάρυγγα …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μήλου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μήλου στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, στην Πλάκα της Μήλου. Η συλλογή του, που εγκαινιάστηκε το 1985, περιλαμβάνει αρχαιότητες που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Στο …   Dictionary of Greek

  • Μήλιος — ία, ο, αρσ. και Μηλιός, θηλ. και Μηλιά (Α Μήλιος, ία, ον, ιων. θηλ. Μηλίη) [Μήλος] 1. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Μήλο ή αυτός που προέρχεται από τη νήσο Μήλο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Μήλιος, η Μηλία ο κάτοικος… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • πομάδα — η, Ν (καλλυντ.) μαλακή και αρωματισμένη λιπαρή αλοιφή, χρησιμοποιούμενη ως καλλυντικό τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pomada (ιταλ. pomata) < ιταλ. pomo «μήλο» < λατ. pomum «φρούτο, μήλο», λόγω τού ότι ως αρχικό συστατικό τής αλοιφής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”